- ωκύρ(ρ)οος
- -ον, Α(για ποταμό) αυτός που ρέει με μεγάλη ταχύτητα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «ταχύς» + -(ρ)ροος (< ῥέω), πρβλ. πολύ-ρροος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ωκυρόης — και δωρ. τ. ὠκυρόας, ὁ, Α (για ποταμό) ὠκύρ(ρ)οος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύρ(ρ)οος, κατά τα αρσ. σε ης] … Dictionary of Greek
ωκυρέεθρος — ον, ΜΑ ὠκύρ(ρ)οος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «γρήγορος» + ρεεθρος (< ῥέεθρον / ῥεῖθρον < ῥέω] … Dictionary of Greek